- сесть
- сяду, сядешь, παρλθ. χρ. сел, -ла, -ло, προστκ. сядьρ.σ.1. κάθομαι, καθίζω•
-на стул κάθομαι στο κάθισμα•
сесть у окна κάθομαι κοντά στο παράθυρο•
все соли за столом όλοι κάθησαν (γύρω) στο τραπέζι•
сесть боком κάθομαι στο πλευρό (πλεύρα)•
сесть верхом κάθομαι καβάλα•
сесть в автобус κάθομαι, στο λεωφορείο•
сесть в трамвай κάθομαι, στο τρ αμ.
2. ασχολούμαι, καταγίνομαι, καταπιάνομαι, επιδίδομαι•сесть за книгой πιάνω το βιβλίο (ασχολούμαι με το διάβασμα)•
сесть за рулм κάθομαι στο τιμόνι.
|| πιάνω θέση (υπηρεσία). || περνώ σε καθιστική εργασία.3. (με τις λέξεις: в тюрьму, под арест κ.τ.τ.) είμαι•в тюрьму κάθομαι φυλακή, είμαι φυλακισμένος? сесть под арест κάθομαι (είμαι) κρατούμενος.
4. προσγειώνομαι, προσθαλασσώνομαι•самолт сел το αεροπλάνο κάθισε.
5. βασιλεύω•солнце• сестьло ο ήλιος κάθισε.
6. επικάθομαι•туман сел η ομίχλη κάθισε.
7. παθαίνω καθίζηση•фундамент сел το θεμέλιο κάθισε.
8. συστέλλομαι, μαζεύω•рубашка после стирки села το πουκάμισο μετά το πλύσιμο μάζεψε.
9. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω• αδυνατίζω•вода сла το νερό λιγόστεψε.
|| χάνω την αντοχή, ισχύ, εξασθενίζω•пружина сла το ελατήριο κάθισε (εξασθένισε).
εκφρ.сесть на голову кому – κάθομαι στο σβέρκο κάποιου (κάνω υποχείριο μου κάποιον)•сесть на мель – α) προσαράζω, εξοκέλλω, κάθομαι (για βάρκα, σκάφος, β) περιέρχομαι, περιπίπτω σε δυσχερή οικονομική κατάσταση•сесть на царство – ενθρονίζομαι, κάθομαι στο θρόνο, γίνομαι τσάρος, βασιλιάς•-на яйца – κάθομαι στ αυγά (κλωσσώ).
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.